προσέκρουσα

προσέκρουσα
προσκρούω
knock against
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσκρούω — προσέκρουσα 1. χτυπώ πάνω σε κάτι, πέφτω πάνω, σκοντάφτω, τρακάρω: Το πλοίο προσέκρουσε στους βράχους. 2. μτφ., συναντώ εμπόδια, εναντίωση, αντιβαίνω: Ο διορισμός μου προσέκρουσε στο νόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσέκρουσ' — προσέκρουσα , προσκρούω knock against aor ind act 1st sg προσέκρουσε , προσκρούω knock against aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκρούω — προσκρούω, προσέκρουσα βλ. πίν. 40 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”